ἀνδριστί

ἀνδριστί
ἀνδριστί
like a man
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανδριστί — ἀνδριστί επίρρ. (Α) με τρόπο που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπώς …   Dictionary of Greek

  • ανδρίζω — ἀνδρίζω (AM) μσν. 1. δυναμώνω, ενισχύω 2. μέσ. ἀνδρίζομαι α) δείχνω ανδρεία β) αναθαρρώ αρχ. 1. κάνω κάποιον γενναίο 2. μέσ. α) ανδρώνομαι β) φέρομαι ως άνδρας γ) (για γυναίκα) φορώ ανδρικά ενδύματα δ) συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”